- υδατόστρωμα
- το, Νστρώμα νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + στρώμα. Η λ., στον πληθ. ὑδατοστρώματα, μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδατόστρωμα — το, ατος στρώμα νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)